ἤγειρ' — ἤγειρα , ἀγείρω gather together aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἤγειρε , ἀγείρω gather together aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤγειρε , ἀγείρω gather together imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤγειρα , ἐγείρω awaken aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FLAVA — cogn. Minervae, vide infra in hac voce. Cereris item, ut notissimum. Inter fuscas Aegypti feminas fiava Nitocris pulcherrima habebatur. Syncellus, Νίτωκρις γενικωτάτη καὶ ἐυμορφοτάτη τῶ κατ᾿ ἀυτ᾿ γενομένη, ξανθῆ τὴν χρόαν, ἢ τὴν τρίτην ἤγειρε… … Hofmann J. Lexicon universale
NITOCRIS — I. NITOCRIS Babyloniorum regina, Nabuchodonosoris, ut quidam volunt, uxor; mater Labineti, a Cyro pulsi, Morer. Euphratem fluv. qui mediam Babylonem rectus praeterfluebat, tortuosum reddidit, supraque pontem erexit trium stadiorum, difficillimum… … Hofmann J. Lexicon universale
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
σατανάς — Τίτλος ελληνικών σατιρικών εφημερίδων της Ερμούπολης (1868), της Αθήνας (1871), της Κέρκυρας (1876), του Βόλου (1882), των Τρικάλων (1884), της Ζακύνθου (1895), της Μυτιλήνης (1911) και της Δράμας (1925). * * * ο / Σατάν, ΝΜΑ, και Σατᾱν ΜΑ εκκλ.… … Dictionary of Greek
ψυχοστόλος — ον, ΜΑ αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών («Λάζαρον ἔκτοθι τύμβου Ἰησοῡς ἐκάλεσε, τεταρταῑον δὲ θανόντα ἐκ νεκύων ἤγειρε, χέων ψυχοστόλον ἠχώ», Νόνν.) αρχ. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ὁ ψυχοστόλος αυτός που συνοδεύει τις ψυχές,… … Dictionary of Greek